Μαγεία νυχτερινής Ακρόπολης
|
Από τον Κώστα Μ. Κάπο
Μηχανολόγο Μηχανικό M.Sc.
Μέλος ASME, SAE, ASHRAE, ΕΦΕ
Μελετητής Φωτισμού
|
Στην Ελλάδα, ο νυκτερινός φωτισμός για την ανάδειξη των μνημείων της έχει αρχίσει με δειλά βήματα να εξαπλώνεται. Μέχρι σήμερα, αρκούσε η χρήση κάποιων βιομηχανικών προβολέων ανοικτής δέσμης, Νατρίου ή αλογόνου που περισσότερο συνέβαλλαν στη φωτορρύπανση της περιοχής παρά στην ανάδειξη του ίδιου του μνημείου, για να ισχυριστεί κάποιος ότι το φώτισε.
Η άσκοπη χρήση χρωμάτων εκεί που δεν πρέπει, η λανθασμένη χρήση ακατάλληλων αποχρώσεων του λευκού (συνήθως με προβολείς πολύ «σκληρού» λευκού σε υλικά με γήινα χρώματα ή με προβολείς χαμηλής χρωματικής απόδοσης όπως αυτοί του Νατρίου) και ο υπερβολικός φωτισμός, είναι κάποια από τα συνηθισμένα λάθη που μπορούν να παραποιήσουν την «ανάγνωση» ενός μνημείου και να αλλοιώσουν την εικόνα που προσπαθεί να δώσει ο μελετητής του φωτισμού του.
|
Πανοραμική άποψη του φωτισμού της Ακροπόλεως. Το φιλτράρισμα
του φωτισμού στην Ν πλευρά του Ιερού Βράχου με αμμοβολισμένο
κρύσταλλο βοηθάει στην ανάδειξη του Παρθενώνα.
|
Πρωταγωνιστής το μνημείο
Ο φωτιστής λοιπόν πρέπει να έχει κατ'αρχήν ένα κύριο κανόνα που πρέπει πάντοτε να ακολουθεί: ΔΕΝ είναι αυτός ο καλλιτέχνης ή ο αρχιτέκτονας που σχεδίασε το μνημείο και έτσι ΔΕΝ πρέπει να προσπαθεί να δώσει μία στρεβλή εικόνα του μνημείου αυτού, σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα. Ο φωτιστής καλείται να πει στον θεατή «κοίταξε το τώρα, το βράδυ, τις ώρες που δεν χάνεται ανάμεσα στον πολεοδομικό ιστό και στο σκληρό φως του Ελληνικού ήλιου... πρόσεξε τη λεπτομέρειά του, το ανάγλυφό του, τα υλικά του... δες το πως ξεχωρίζει μέσα στο σκοτάδι... συνειδητοποίησε τη μοναδικότητά του, έτσι όπως σου την παρουσιάζω». Συνεπώς, ο προβολέας ή ο φωτιστής ΔΕΝ πρέπει να είναι οι πρωταγωνιστές. Το μνημείο μόνο έχει αυτό το ρόλο. Κάθε τι άλλο που αποσπά το βλέμμα του θεατή από τον πρωταγωνιστή, είναι περιττό και ακατάλληλο.
Σωστά βήματα
Ποια είναι λοιπόν τα βήματα για να πετύχουμε ένα καλό αποτέλεσμα; Η σύγχρονη τεχνολογία μας έχει δώσει πάρα πολλά και αποτελεσματικά εργαλεία με τη μορφή εξειδικευμένου λογισμικού για το φωτορρεαλισμό, προβολέων και ειδικών λαμπτήρων που θα βοηθήσουν ένα φωτιστή να πραγματοποιήσει την εικόνα που έχει μέσα του για το φωτισμό κάποιου μνημείου. Ομως, η επιλογή τους θα πρέπει να γίνει με συγκεκριμένες παραμέτρους. Ας συζητήσουμε λοιπόν κάποιες από αυτές, αναφερόμενοι ειδικά στα μνημεία, τα οποία αποτελούν μία εξειδικευμένη και απαιτητική κατηγορία:
- Είναι εύκολο να τοποθετήσουμε ένα προβολέα επάνω στο κτίριο που δεν έχει στεγνώσει ακόμα η μπογιά του, αλλά όχι επάνω σε ένα μνημείο. Δεν διατηρήθηκε το μνημείο αυτό επί 500, 1000 ή 2500 χρόνια για να ανοίξουμε τρύπες σε αυτό ή να τοποθετήσουμε υλικά που η διάβρωσή τους θα καταστρέψει τα δομικά υλικά του. Κάθε εγκατάσταση φωτισμού λοιπόν, πρέπει να είναι 100% αναστρέψιμη και να μην προσβάλλει την ακεραιότητα του ίδιου του μνημείου, το οποίο θα είναι εκεί πολύ μετά από την σημαντική (για εμάς) εγκατάσταση φωτισμού.
- Ο φωτισμός αναδεικνύει και δεν επιβάλλεται. Πρωταγωνιστής εξακολουθεί να είναι το μνημείο, όπως συνέβαινε επί αιώνες. Οι επισκέπτες του δεν θέλουν να βλέπουν τους προβολείς, αλλά το ίδιο το αντικείμενο του φωτισμού. Είναι λοιπόν απαραίτητη η διακριτική εγκατάσταση των προβολέων αυτών, όπως και ο χρωματισμός του κελύφους τους σε χρώματα «παραλλαγής» ώστε να μην αλλοιώνουν την εικόνα κατά τις πρωινές ώρες. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με τα στηρίγματα και τις καλωδιώσεις, δεδομένου ότι τις περισσότερες φορές δεν είναι δυνατόν να τις κρύψουμε, μια και οι εκσκαφές απαγορεύονται.
- Σύμφωνοι, ο Παρθενώνας ήταν στην αρχαιότητα βαμμένος με πολλά και χαρούμενα χρώματα, αλλά ας μην προσπαθήσουμε να τον ξαναβάψουμε με έγχρωμους προβολείς. Το καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται συνήθως με ένα λαμπτήρα υψηλής χρωματικής απόδοσης σε όλο το ορατό φάσμα του φωτός και σε αποχρώσεις του λευκού ανάμεσα στους 2600 και τους 4200°Κ, για να αναδείξουμε την αληθινή φύση των δομικών υλικών ενός μνημείου.
- Ενας προβολέας στην πόλη μπορεί να χάνεται και ένα κερί στην ύπαιθρο μπορεί να φαίνεται από χιλιόμετρα μακρυά. Η ένταση του φωτισμού λοιπόν πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στα δεδομένα του περιβάλλοντος, ώστε να προβάλλεται το ανάγλυφο του μνημείου από απόσταση. Γι'αυτό το λόγο, οι φωτιστές που βασίζονται υπερβολικά στα φωτορρεαλιστικά μοντέλλα των υπολογιστών τους είναι καταδικασμένοι να αποτύχουν αν δεν έχουν την κατάλληλη εμπειρία ή δεν κάνουν κάποιες δοκιμές στην πορεία της εκπόνησης της μελέτης τους.
- Ο φωτισμός δεν πρέπει μόνο να αναδεικνύει αλλά και να κρύβει. Η σκίαση είναι τό ίδιο σημαντική με τη φωτισμένη επιφάνεια και για αυτό ακριβώς το λόγο η χρήση πολλών προβολέων ανοικτής δέσμης μέχρι σήμερα προκαλούσε μία δισδιάστατη «ανάγνωση» αντί να δίνει στο θεατή την αίσθηση του αναγλύφου.
- Σε κάθε περίπτωση, η φωτορρύπανση πρέπει να αποφεύγεται. Ο νυκτερινός φωτισμός μπορεί να διαταρράξει το οικοσύστημα της περιοχής, έτσι, ο φωτιστής δεν πρέπει να μεταχειρίζεται το υπο μελέτη αντικείμενο σαν να ήταν γήπεδο ποδοσφαίρου.
- Ο φωτιστής πρέπει πάντοτε να φροντίζει και για την επιρροή που μπορεί να έχει ο περιβάλλων φωτισμός στο μνημείο και (ει δυνατόν) να απομακρύνει τους ιστούς οδοφωτισμού που μπορούν να καταστρέψουν το τελικό φωτιστικό αποτέλεσμα.
Οι παραπάνω κανόνες πιστεύω ότι βοηθούν τον μη εξειδικευμένο αναγνώστη να καταλάβει από μόνος του και τα λάθη που γίνονται καθημερινά σε εγκαταστάσεις φωτισμού διαφόρων μνημείων στην Ελλάδα. Συνεχώς γινόμαστε μάρτυρες των αποτελεσμάτων αυτών των σφαλμάτων, αντικρίζοντας θαυμάσια κτίρια και μνημεία φωτισμένα με σκληρό λευκό ή πορτοκαλί φως, με εξαφανισμένη την αίσθηση του αναγλύφου τους και με τονισμένη τη γοτθική νοοτροπία του φωτιστή τους. Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα στο φωτισμό μεγάλων και σημαντικών κτιρίων και μνημείων στο κέντρο της Αθήνας από αυτοχρισθέντες φωτιστές που απλά φρόντισαν να φορτώσουν τα μνημεία αυτά με προϊόντα συγκεκριμένων οίκων χωρίς να έχουν ιδέα για το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα.
Η διαδικασία του φωτισμού ενός σημαντικού κλασσικού, ελληνιστικού ή μεσαιωνικού μνημείου, όπως ήταν αυτά της Ακροπόλεως, του Θησείου, του Φιλοπάππου, του θεάτρου του Διονύσου, της Ελευσίνας κ.α. που είχα την τύχη να ασχοληθώ κατά τα τελευταία χρόνια, μόνος ή σε συνεργασία με τον Pierre Bideau, είναι μία μοναδική εμπειρία. Νοιώθεις σαν να μένεις μόνος, παρέα με αυτά τα αναντικατάστατα δημιουργήματα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας, και αναλαμβάνεις να τους συμπεριφερθείς με το σεβασμό και το δέος που τους αρμόζει. Δεν είναι πλέον αυτά τα υπό μελέτην αντικείμενα, αλλά εσύ ο ίδιος. Είναι τελείως διαφορετικό να προσπαθείς να φωτίσεις αποτελεσματικά ένα trendy μπαράκι ή τη βιτρίνα ενός μοντέρνου πολυκαταστήματος από το να στρέφεις τον προβολέα σου επάνω σε μία Καρυάτιδα και να προσπαθείς να αναδείξεις την πλαστικότητα και τη χάρη της, μόνος μαζί της, στις 3 το πρωί, σαν να προετοιμάζεις μία μεγάλη ντίβα να υποδεχτεί το κοινό της. Τότε καταλαβαίνει κανείς ότι κανένα φωτορρεαλιστικό λογισμικό δεν θα μπορέσει ποτέ να υποκαταστήσει την ανθρώπινη φαντασία και εμπειρεία και κανένα πολωτικό φίλτρο δεν θα μπορέσει να βελτιώσει κάτι που αγγίζει την τελειότητα εδώ και 25 αιώνες. Το μόνο λοιπόν που σου μένει είναι να το βοηθήσεις να δώσει τη δική του παράσταση, απλά τονίζοντας αυτά που ήδη ενυπάρχουν σε αυτό.
Η χώρα μας έχει να προστατέψει και να αναδείξει μία εξαιρετικά πλούσια πολιτιστική κληρονομία. Υπάρχουν χιλιάδες κάστρα, αρχαίοι ναοί, μεσαιωνικά κτίσματα, τείχη, βυζαντινοί ναοί και γλυπτά που μπορούν και πρέπει να αναδειχθούν κατά τον ίδιο τρόπο που έχει γίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με πολύ λιγότερο σημαντικά μνημεία από τα δικά μας. Με δεδομένη την οικονομική δυσπραγία που ταλανίζει το δημόσιο τομέα, πολλές φορές ο φωτισμός ενός μνημείου ακούγεται σαν τον γνωστό «φερετζέ της Μαριορής» σε σύγκριση με τα καθημερινά οικονομικά προβλήματα που καλείται η εκάστοτε κυβέρνηση να επιλύσει. Παρ'όλα αυτά, διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις, σύλλογοι και ιδρύματα έχουν αρχίσει να δραστηριοποιούνται για να καλύψουν αυτό το κενό, με χαρακτηριστική περίπτωση το σκηνοθέτη κ. Μιχάλη Κακογιάννη και το σωματείο «Οι Φίλοι της Αθήνας», δίχως των οποίων τις εντατικές προσπάθειες δεν θα είχαμε την ευκαιρία να αντικρύζουμε την Ακρόπολη όπως έχει φωτιστεί μετα τον Ιούλιο του 2004, ή την εταιρεία ΤΙΤΑΝ που ανέλαβε τη χορηγία του φωτισμού του αρχαιολογικού χώρου της Ελευσίνας. Ας ελπίσουμε λοιπόν, αυτό το παράδειγμα να το μιμηθούν στο μέλλον περισσότεροι πολιτιστικοί και δημοτικοί φορείς στη χώρα μας για να μπορέσουμε να φωτίσουμε τα μνημεία μας όπως τους αξίζουν.
|